• club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
Η συνέντευξη του Ανδρέα Κούνιου στο «Άκου τι Λέει» (ΗΧΗΤΙΚΑ)
04/02/2020 21:00
Η συνέντευξη του Ανδρέα Κούνιου στο «Άκου τι Λέει» (ΗΧΗΤΙΚΑ)

Ένας ξεχωριστός φιλοξενούμενος βρέθηκε στην εκπομπή «Άκου τι Λέει» του Super Sport fm 104.0 με τον Μιχάλη Παπαγεωργίου. Αυτός ήταν ο συνάδελφος Ανδρέας Κούνιος.

Ακούστε ολόκληρη την συνέντευξη μέσα από τα ηχητικά που ακολουθούν και διαβάστε τα πιο σημαντικά από αυτά που λέχθηκαν.

 

«Ήρθα γιατί μου το πρότεινες εσύ. Μπορεί να έχω γίνει σελέμπριντι, η σελέπριχτης τα τελευταία χρόνια αλλά δεν πάω σε συνεντεύξεις» είπε αρχικά ο Ανδρέας Κούνιος.

Είσαι μια ιδιοφυΐα, γιατί κατάφερες να μεταπηδήσεις από έναν χώρο άγνωστο στην δημοσιογραφία και να τα πηγαίνεις περίφημα και στον γραπτό και στον προφορικό λόγο:  «Στη Λαϊκή Τράπεζα τα έκανα μαντάρα και με έδιωξαν κακήν κακώς και καλά έκαναν. Να σου πω κάτι. Από μικρός  ήταν το όνειρο μου να γίνω δημοσιογράφος. Θυμάμαι έπιανα ένα τετράδιο με ρίγες και έγραφα συνθέσεις ομάδων και κλεινόμουν στη σάμπρα που ήταν η γιαγιά μου η Ειρήνη και ο παππούς μου ο Ττοουλής και περιέγραφα αγώνες εκεί… σέντρα του Νίκου Χαραλάμπους και άλλα τέτοια. Κρατούσα μια χτενιά και έκανα μετάδοση. Μεσολάβησε η καριέρα μου στη Λαϊκή Τράπεζα αλλά τελικά έστω και αργά έγινα αυτό που ήθελα να γίνω. Ποτέ δεν ένιωσα πραγματικός δημοσιογράφος όχι μόνο λόγω ωραρίου. Ποτέ δεν θα πήγαινα σε δημοσιογραφικές διασκέψεις πολιτικών, δεκάρα τσακιστή δεν δίνω. Εξού τους κορόιδευα όλους και μέσα από την εκπομπή αλλά για να κοροϊδεύεις τους άλλους πρέπει να βρίσκεις την δύναμη να κοροϊδεύεις πρώτα τον εαυτό σου. Το κληρονόμησα από τον πατέρα μου αυτό τον αυτοσαρκασμό. Λέω για την μύτη μου που είναι σαν μελιτζάνα, για τα μαλλιά μου που πέφτουν. Για εμένα το χιούμορ είναι η ασπίδα στα προβλήματα της ζωής σε αυτά που αντιμετωπίζονται. Για 15 χρόνια ακόμα και όταν έλεγα πελλάρες στην εκπομπή, ήταν σοβαρές πελλάρες».

Πως ήταν τα παιδικά σου χρόνια εκεί στην Αραδίππου; «Είχα την χαρά να μεγαλώσω σε ένα σπίτι όπου ο πατέρας μου παρά το ότι πήγε μέχρι τρίτη δημοτικού αυτομορφώθηκε, μιλούσε αρχαίζουσα, ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος.  Αυτός μύησε ν διαβάζω και να αγαπώ την λογοτεχνία. Ήμασταν φτωχή οικογένεια αλλά ήταν όμορφα χρόνια. Δεν είχαμε τόσες ανάγκες τότε, σήμερα οι ανάγκες είναι κατασκευασμένες. Είμαστε πέντε αδέλφια, δύο αδελφές και δύο αδελφούς, η γιαγιά η  Ειρήνη ο Παππούς μου ο Τοουλής. Η γιαγιά μου ήταν μια μάγισσα. Τα παραμύθια που μου έλεγε δεν μπορούσε να τα συλλάβει η φαντασία μου. Ο πατέρας μου δούλευε σαν σκυλι σε αντίθεση με εμένα που είμαι ένα κοπρόσκυλο. Ο πατέρας μου έκανε 6-7 δουλειές. Είχε λεωφορείο και αντί να κάνει την διαδρομή Αραδιππου-Λάρνακα, έκανε την γραμμή Αραδίππου-Λευκωσία. Γι’ αυτό γνωρίζω την Λευκωσία όπως την παλάμη μου. Από την έκτη δημοτικού μέχρι και την έκτη Λυκείου που έγινα γόης και κυνηγούσα τις γυναίκες ήμουν μαζί του, τρεις μήνες το καλοκαίρι και τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Με κατέβαζε και ανανέωνα τις άδειες κυκλοφορίας. Εκεί ο πρώτος μου σταθμός ήταν τα σάντουιτς του Φυτή, ένας υπέροχος άνθρωπος, Ομονοιάτης. Μετά τα σάντουιτς του Γιαπανά. Στην συνέχεια περνούσα ξυστά από το παλιό ΓΣΠ και νόμιζα (ήμουν και φαντασιόπληκτος) ότι άκουγα τους καλπασμούς του Στυλιανού, του Τιμοθέου, του Στεφανή, του Ευθυμιάδη, του Πιερίδη, του Νίκου Χαραλάμπους που για εμένα είναι ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που έβγαλε το Κυπριακό ποδόσφαιρο. Μετά άλλη μια σύμπτωση «Νεοτερισμοί Νίκος Χαραλάμπους» έγραφε ένα κατάστημα. Κολλούσα το μούτρο μου στο τζάμιμε την ελπίδα να δω το Νίκο Χαραλάμπους που ήταν το ίνδαλμα μου αν και δεν ήμουν Ομονοιάτης. Μετά επόμενος σταθμός το  οίκημα Κάνθερ . Εκεί έπαιζε τάβλι ο γνωστός ηθοποιός Νίκος Παντελίδης και στεκόμουν από πάνω του και έλεγα «Παναγία μου μα εν ο Νίκος Παντελίδης αυτός;». Μετά έφτανα στην αποθέωση, στα δύο περίπτερα της πλατείας Μεταξά. Έβλεπα τα περιοδικά και έτρεχαν τα σάλια μου, δεν ήξερα ποιο να αγοράσω. Μετά περνούσα από Λήδρας και Ονασαγόρου και ένα πέρασμα από την εξωτερική από τις οδούς Τεμπών και Σούτσου. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Μάλιστα ένιωσα άσχημα όταν ένα πρωινό έμπαινα στην Τεμπών και από απέναντι ερχόταν ο πατέρας μου. Του απολογήθηκα. Εδώ να πω ότι οι μόνοι που μας αγαπούν πραγματικά είναι οι γονείς μας. Μας αγαπούν και άλλοι, αλλά η αυθεντική αγάπη είναι των γονιών μας, θυσιάζονται για εμάς».

Μετά πήγες Λύκειο στην Λάρνακα:
«Ναι. Και ενώ ήμουν ο καλύτερος στην έκθεση αντί να πάω Κλασικό πήγα εμπορικό επειδή πήγαιναν οι φίλοι μου Νομίζω αν πήγαινα κλασικό ίσως η ζωή μου να εξελισσόταν καλύτερα. Ήταν εκείνα που με εξέφραζαν, ήμουν καλός σε εκείνα τα μαθήματα. Μπορεί να με βοήθησε στην συνέχεια για την τράπεζα το εμπορικό αλλά ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα κέρδη, οι ζημίες και οι ισολογισμοί. Στην εμποριολογία είχα βαθμό 11 και στα μαθηματικά έβαλα μέσο για να περάσω».

Μετά πήγες φαντάρος; «Μας… έσωσε το πραξικόπημα. Θα πήγαινα φαντάρος 20 Ιουλίου 1974, προηγήθηκε το ηλίθιο πραξικόπημα, ακολούθησε η εισβολή και κατατάχθηκα τον Νοέμβριο του 1974. Έλεγα τότε θα ζήσω εδώ;. Υπήρχε το καψόνι και η κτηνωδία τότε. Είχα πολύ άγχος, ήμουν μαμμόθρευτος. Το μετέδωσα και στα παιδιά μου αυτό. Μετά έδωσα εξετάσεις για αξιωματικός. Μια βροχερή η μέρα ακούω από τα μεγάφωνα «ο νεοσύλλεκτος Ανδρέας Κούνιος να παρουσιαστεί στο διοικητήριο». Πήγα εκεί και είδα κάτι αξιωματικούς άγνωστους με αστέρες κάτω από κάτι τέντες και εκεί κοκάλωσα. Αναφέρθηκα και ο αξιωματικός ανέσυρες μια κόλλα. Κατάλαβα τον γραφικό μου χαρακτήρα. Με ρώτησε αν το αναγνωρίζω αυτό; Του είπα ότι είναι έκθεση μου. Μου είπε ότι έγραψα την καλύτερη έκθεση όλης της σειράς όχι μόνο του ΚΕΝ Λάρνακας όχι μόνο του ΚΕΝ Λάρνακας. «Θέλεις να πας αξιωματικός»; Με ρώτησε. Βεβαίως του είπα και μου είπε θα πας. Ρώτησαν κάποιους χωριανούς αν είμαι δικός τους, ο δικός τους ήταν να ήμουν αντι-Μακαριακός. Μόλις πήραν το πράσινο φως πήγα. Το μόνο πανεπιστήμιο που έβγαλα στην ζωή μου ήταν η ΣΕΑΠ Κρήτης. Ήταν υπέροχα. Με κορόιδευαν γιατί ήμουν στην βιβλιοθήκη. Μετά ήρθε εγκύκλιος οι πρώτοι 20 να πάνε εκπαιδευτές και όταν επέστρεψα, πέρασα στο ΚΕΝ ζωή και κότα. Υπήρχαν μέρες που βαριόμουν να πηγαίνω σπίτι μου. Τρεις μήνες προτού απολυθώ ήρθε διαταγή να πάω στο 211.Εγώ στο ΚΕΝ συμπεριφερόμουν σαν γαϊδούρι, μου μπογιάτιζαν τα παπούτσια μου, μου άνοιγαν τα αναψυκτικά, αλλά δεν έκανα κακό σε κανέναν νεοσύλλεκτο. Ήθελα να πάρω το αίμα μου πίσω επειδή έφαγα κι εγώ καψόνι. Ήμουν ένας αππωμένος. Πήγα στο 211 στην Πύλη Πάφου.17 μέρες δεν έπιασα ούτε έξοδο. Είπα ή θα πάω ψυχιατρείο θα πάρω τηλέφωνο τον Ανδρέα Καουρή ή τον Πανίκο Πέτσα. Ο λόγος που είμαι εδώ απέναντι σου είναι αυτοί οι δύο. Πήρα τον Καουρή. Ήταν ο Κόσιης τότε Υπουργός  που ήταν κατά κάποιο τρόπο εργοδότης μου επειδή με έβαζε ο Καουρής και έγραφα στον «Aγώνα». Μακάρι να είναι καλά ο Νίκος Κόσιης, σε τρεις μέρες πήγα ξανά στο ΚΕΝ. Το μόνο που έκανα ήταν να παίζω μπάσκετ στο γήπεδο του ΚΕΝ μέχρι να απολυθώ, και από εκεί πήρε και κάποια κόλπα μου ο Νίκος Γκάλης. Απολύθηκα Μάρτιο του 1977».

Στην συνέχεια που δούλεψες; «Μετά έπιασα δουλειά στην χωρομετρία. Μακάρι να είναι καλά ο χωριανός μου ο Λευτέρης ο Κουλουράς. Ήταν μια προσωρινή δουλειά αλλά μoυ είπε να μείνω εκεί επειδή είχα τις κυβερνητικές εξετάσεις και ότι θα γίνω χωρομέτρης. Μας έδωσαν κάτι αλυσίδες και τις σύραμε. Όταν έρχονταν τα λεωφορεία με τις μαθήτριες τις χωριανές μου ντρεπόμουνα, κοκκίνιζα και είπα από μέσα μου τι είναι αυτή η δουλειά; Πήγα στον Λευτέρη και του είπα θέλω να σταματήσω, μου είπε μείνε αλλά έφυγα. Έκανα τέσσερις μήνες. Η δεύτερη μου δουλειά ήταν στον συνεργατισμό. Τότε αρραβωνιάστηκα εγώ και μου είπε ο πεθερός μου να βρούμε μια καλύτερη δουλειά. Έκανα αίτηση στη Λαϊκή, κάθισα εξετάσεις και πέρασα. Πήρα τον Λέανδρο Ζαχαριάδη τον βουλευτή του ΔΗΣΥ και του είπα ότι θα πάω σε συνέντευξη και μου είπε ότι προσλήφθηκα. Νομίζω άξιζα να πάρω την θέση, αλλά αν δεν έλεγαν κάποιες κουβέντες ο Λέανδρος Ζαχαριάδης και κάποιοι άλλοι μπορεί να μην με προσλάμβαναν. Πήγα στα κεντρικά της Λαϊκής στη  Λάρνακα. Μετά μετακινήθηκα σε ένα κατάστημα στις Φοινικούδες σκέψου απόλαυση να έρχονται οι τουρίστριες με τα μπικίνι και εμένα να τρέμουν τα χέρια μου να συμπληρώνω τα έγγραφα, αλλά έβγαζα λεφτά με την ουρά. Έκανα υπερωρίες. Πέρασα ζωή χαρισάμενη. Ήταν ανάγκη ο Λούης Περεντός να μου φωνάξει και να μου πει ότι θα γράψω ιστορία στη Λαϊκή και μου είπε να πάω στο χωριό μου να αναλάβω εκεί υπεύθυνος. Του είπα ότι δεν κάνω για ευθύνες. Πήγα υπεύθυνός στο κατάστημα. Εγώ νόμιζα ότι ήταν δικά μου τα λεφτά και εισηγούμουν να εγκρίνονται όλοι. Ανέβασα την κερδοφορία, τους έπαιρνα αθηναϊκές εφημερίδες σαν δόλωμα, έκανα καλή δουλειά αλλά όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος».

Τι έγινε ακριβώς τότε; «Με ξεγέλασε κάποιος με ένα μεγάλο ποσό. Του ανέβαζα συνεχώς το παρατράβηγμα του, όλους τους βοηθούσα αλλά αυτή η περίπτωση με κατέστρεψε. Νόμιζα ότι είναι δικά μου τα λεφτά, έδινα, έδινα και έλεγα και ψέματα στον έλεγχο ότι είμαστε καλυμμένοι και τέτοια. Ένα πρωί έφτασα στο αμήν και τηλεφώνησα μόνος μου και τους είπα ελάτες να σας δώσω τα κλειδιά. Άνοιγα λογαριασμούς πάνω στην μακαρίτισσα την μάνα μου και σε άλλους και μετέφερα μικρά, μικρά δάνεια για να φαίνονται πιο μικρά τα ποσά. Άλλο να βλέπουν χίλιες λίρες και άλλο εκατόν χιλιάδες. Δεν άντεξα, τους είπα ελάτε, τους έδωσα τα κλειδιά, τους τα είπα όλα αλλά δεν πήρα ούτε ένα γρόσι».

Πως προέκυψε το οριστικό φινάλε: «Είπα ότι έφτασα σε ένα σημείο που δεν μπορούσα να κουβαλώ αυτό το βάρος. Δεν έκλεψα αλλά έπρεπε να τιμωρηθώ. Έψαξαν να δουν αν είχα οικόπεδα και χρήματα για να τα καλύψω αλλά δεν βρήκαν ούτε όχτο πάνω μου και ούτε ένα μιλς. Η τράπεζα ήθελε τα λεφτά της που έχασε. Αυτός που με ξεγέλασε όχι μόνο δεν πλήρωσε αλλά έφυγε και στο εξωτερικό. Μου είπαν ότι ήθελαν τα λεφτά τους και τους έκανα αντιπρόταση αν γίνεται να μην τα πληρώσω. Εφτά καλοί άνθρωποι λεβέντες μπήκαν εγγυητές μου στις 135 χιλιάδες λίρες που έπρεπε να δώσω και ήξεραν από την αρχή ότι θα πλήρωναν τα χρήματα. Αφού εγώ δεν είχα δουλειά πως θα έδινα δόση. Το ψυγείο μου ήταν άδειο, το ερμάρι μου ήταν άδειο, πως θα πλήρωνα; Μακάρι να είναι καλά και τους ευγνωμονώ. Τα πλήρωσαν όλα. Τέλειωσε εκείνη η ιστορία αλλά εγώ εξακολουθώ να αγαπώ την Λαϊκή Τράπεζα αν και δεν υπάρχει πλέον. Έκανα πραγματικούς φίλους στα 13 χρόνια που δούλεψα εκεί. Δεν χάρηκα με την κατάρρευση της. Εδώ χάνεις κάποιος άνθρωπος την δουλειά του άγνωστος και στενοχωριέμαι σαν να και τον γνωρίζω 40 χρόνια όχι να ξέρω ότι έχασαν την δουλειά τους οι συνάδελφοι μου».

Ακολούθησε χορός εκατομμυρίων, χάθηκαν τόσα χρήματα, έτυχα αυτά της ίδιας αξιολόγησης με την περίπτωση σου; «Μπορεί α μην έτυχε της ίδιας αξιολόγησης αλλά ότι κάνεις πράγματα πέραν από τους κανονισμούς πρέπει τα τιμωρείσαι. Αν υπάρχει ένα παράπονο είναι πότι μου είπαν ότι όταν διευθετηθεί το θέμα και περάσουν μερικοί μήνες και ξεχαστεί θα επιστρέψω για να αναλάβω την έκδοση της εφημερίδας της Λιακής Τράπεζας, την «Λαϊκή φωνή και θα έπαιρνα έναν μισθό. Ο Χατζηκωστής και άλλα μέλη της ΕΤΥΚ μου τηλεφώνησαν και μου είπαν αν μην υπογράψω αλλά παρόλα αυτά όταν πήγα εκεί στα γραφεία η συνείδηση μου, μου έλεγε ότι έπρεπε να υπογράψω. Εγώ ξέρω τι τράβηξα και τι έζησα για δύο χρόνια μέχρι να έρθει στον δρόμο μου η Αλήθεια για να γυρίσω σελίδα στην ζωή μου. Η οικογένεια μου ταρακουνήθηκε αλλά όλοι με στήριξαν. Ειδικά η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο πεθερός μου και η πεθερά μου. Και οι εφτά ήτα υπέροχοι που τα πλήρωσαν. Όσο παράξενο και αν ακούγεται μου μιλούν ακόμα».

Πως ήρθε στον δρόμο σου η αλήθεια; «Ήρθε ο Γιώργος Καλλινίκου που πιστεύω ότι εσύ τον έστειλες και μου έκανε πρόταση εκ μέρους της Αλήθειας να φύγω από τον Αγώνα και να πάω εκεί. Θαύμαζα και εξακολουθώ να θαυμάζω τον Αλέκο Κωνσταντινίδη και ήθελα να είμαι κοντά του. Να σου πω τη ιστορία. Εγώ έχω κλειστοφοβία και όταν ήρθα στην Αλήθεια για να μιλήσω με τον κ. Κουλέρμο ανέβηκα από τα σκαλιά αντί από το ασανσέρ. Στον δεύτερο όροφο συνάντησα με τον Σωκράτη Χάσικο και με κάλεσε στο γραφείο του. Από τότε αρχίσαμε μια ιδιόμορφη συνεργασία με την Αλήθεια και τώρα είμαι το βαρύ πυροβολικό της εφημερίδας, είμαι μετριόφρον. Τότε ο Λεωνίδας Μαλένης έγραφε το χρονογράφημα της εφημερίδας και ήθελε να αποσυρθεί. Μου τηλεφώνησε ο κ. Κουλέρμος και με ρώτησε να μπορώ να γράφω χρονογράφημα. Είπα από μέσα μου ότι ήταν το όνειρο ζωής μου αλλά έκανα λίγο τον σκληρό. Του είπα να δοκιμάσουμε. Μου είπε να γράψω ένα χρονογράφημα να το δει και αν του άρεσε θα έπαιρνα την στήλη. Εκείνο ήταν. Από τότε είναι η μακροβιότερη  στήλη χρονογραφήματος. Από το 1995 και μετά δεν πέρασε ημέρα που δεν έγραψα χρονογράφημα».

Το συνδέσεις και με την δική σου ζωή και με ων άλλων, πως το οργανώνεις; «Κάποιες φορές το γράφω σε τρίτο πρόσωπο αλλά εμένα εννοώ. Περπατάω στον δρόμο και βλέπω μια γριούλα να προσπαθεί να διασταυρώσει τον δρόμο, ή μια όμορφη μαθήτρια στην στάση του λεωφορείου και το κάνω χρονογράφημα. Κάποτε δεν έχω έμπνευση και όταν τα διαβάζω την επόμενη ημέρα και λέω τι έγραψα τώρα. Αν δεν είχα την δυνατότητα να γράφω στην Αλήθεια δεν ξέρω που θα ήμουν τώρα. Το να εκφράζεσαι δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο. Η έκφραση είναι μεγάλη υπόθεση, σε αποτρέπει από καταστάσεις που κάποιες φορές μπορεί να είναι κα πολύ δυσάρεστες. Να σου πω κάτι. Στο ραδιόφωνο δεν ήμουν πάντα αληθινός, στην εφημερίδα ήμουν και θα είμαι πάντα αληθινός, αυτά που γράφεις είναι πιο γνήσια. Πολλές φορές στο ραδιόφωνο μεγαλοποιείς πράγματα χωρίς να σημαίνει ότι δεν ένιωσα την μαγεία του ή ότι δεν το λάτρεψα».

Έζησες κι’ εσύ τις χρυσές εποχές της εφημερίδας και σήμερα βιώνουμε την πτώση, την εποχή μου η εφημερίδα να μεν έχει τον ρόλος της, όχι όμως τους αναγνώστες της: «Κάποτε ήμουν άρρωστος με την εφημερίδα. Πήγαινα στο περίπτερο και αγόραζα όλες τις ελλαδικές εφημερίδες. Ήταν μια πορεία που αναμενόμενα άρχισε να ξεφτίζει. Ήθελα να μην γίνει αλλά τα πάντα ρη. Εγώ είμαι εναντίον των μέσω κοινωνικής δικτύωσης. Δεν έχει και πολύ καιρό που ένα τσούρμο ηλίθιοι να πιστέψουμε ότι ένα αγοράκι σκότωσε τους γονείς του.. Μπορεί να ενημερώνομαι από το διαδίκτυο αλλά αν δεν πάρω εφημερίδα στα χέρια μου δεν μπορώ αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα η εφημερίδα μπροστά στην λαίλαπα του διαδικτύου. Όταν έκλεισε η Ελευθεροτυπία στην Ελλάδα που ήταν η αγαπημένη μου εφημερίδα έκλαιγα. Ήταν ένα κομμάτι του εαυτού μου. Και όταν πάρω στα χέρια μου την Αλήθεια μας τα πρώτα κείμενα που διαβάζω είναι τα δικά μου και τα θαυμάζω (γέλια)».

Από το 2004 μπαίνει στη ζωή σου και το ραδιόφωνο και διαμόρφωσες και ένα δικό σου διαφορετικό ωράριο, ήσουν ξύπνιος το βράδυ και κοιμόσουν το πρωί: «Διαμόρφωσα το ωράριο μου επίτηδες γιατί ήθελα να έχω χρόνο να διαβάζω βιβλία και να βλέπω ταινίες.  Δεν είχα ιδέα από ραδιόφωνο αλλά τώρα μετά από 15 χρόνια λέω ότι απλά είναι μαγικό. Μου λείπε η εκπομπή άλλα έπρεπε να σταματήσω. Εκτός από γοητεία διαθέτω και αυτογνωσία. Κατάλαβα ότι κουράστηκα αλλά κούρασα και τους ακήρατες. Έκανα μια εκπομπή που την ίδια ώρα μιλούσα για την Ελένη Θεοχάρους και για την Ελένη Μενεγάκη. Δέθηκα με το ραδιόφωνο. Κάποτε όταν αρχίσαμε ο Μιχάλης Πουλλής και ο Πάμπος Χαραλάμπους με έσπρωχναν για να μπω στο στούντιο, αλλά μετά έμπαινα με άλλο αέρα. Η εκπομπή λεγόταν «Πρωτοσέλιδα» αλλά εγώ και χωρίς εφημερίδες έβγαζα εκπομπή. Τον τελευταίο χρόνο ένιωθα ότι έλεγα τα ίδια πράγματα με διαφορετικά λόγια. Έπρεπε να πάρω την απόφαση. Διαλύθηκα όμως και σωματικά. Ερχόμουν στην εφημερίδα στις 10 το βράδυ για να γράψω τα κείμενα μου και στη 1-2 το πρωί που τελείωνα περίμενα μέχρι και τις 6 το πρωί για να αρχίσει η εκπομπή. Βέβαια γέμιζα εκείνες τις ώρες, έβαζα τον Δόγκανο και τον έβλεπα, έβαζα ταινίες και έμπαινα και σε ιστιοσανίδες, έτσι τις αποκαλώ εγώ. Τώρα που άλλαξε κάπως το ωράριο και έρχομαι και κάποια πρωινά νευριάζω που βλέπω άλλους στο γραφείο. Όταν έχει άλλους δεν μπορώ να χτυπήσω τα πλήκτρα όσο και αν αγαπώ να έχω κόσμο γύρω μου, σε ποιον δεν αρέσει να έχει κόσμο κοντά του».

Επειδή μιλήσαμε νωρίτερα για την αγάπη σου για τα βιβλία, εξέδωσες κι εσύ κάποια δικά σου: «Είμαι συνάδελφος με τον Χέμινγκγουέι Τσέχοφ, τον Ντοσκογεφσκι και άλλους. Έχω εκδώσει τα βιβλία «Κλαυσίγελος», «Ασπρόμαυρα ταξίδια» και «Το βράδυ που κερδίσαμε την Στεάουα». Το τελευταίο που ήταν κατά την άποψη μου το καλύτερο πάτωσε, ενώ για τα άλλα δύο δεν έμεινε ούτε αντίτυπο. Ήταν χρονογραφήματα. Τα εμπνεύστηκα Χριστούγεννα και τα έγραψα και τα έστειλα στο τυπογραφείο με χορηγούς πάντοτε».

Αφού δεν έμειναν αντίτυπα σημαίνει ότι σε στήριξε ο κόσμος:
«Μην νομίζεις ότι ένας Κύπριος συγγραφέας πουλά βιβλία. Στέλνεις επιστολές στους βουλευτές, στις τράπεζες, στα κόμματα και αγοράζουν. Έτσι έκανα κι εγώ. Όποιος δεν  αγόραζε τον έβριζα».

Πας και για τέταρτη έκδοση;
«Όχι βέβαια».

Για την ανάμειξη σου στο ποδόσφαιρο, πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγες σε γήπεδο; «Ήταν ο γιος μου ο Μάριος 8 χρόνων όταν ήταν  τελευταία φορά που μπήκα σε γήπεδο. Ήταν το 1992 στο ΓΣΖ σε ένα παιχνίδια της Αλκής. Τότε έβαλα και νου. Όταν ήμουν μικρός μας έβαζαν να μισούμε την Αλκή επειδή ήταν αριστερή. Όταν ήμουν μικρός ήμουν Εθνικόφρον αλλά εδώ και 30 χρόνια δεν πιστεύω σε ιδεολογίες και σε τίποτα. Υπάρχουν απλά καλοί και κακοί άνθρωποι. Ήμασταν  μια γειτονιά στην Αραδίππου πίσω από τον Απόστολο Λουκά. Εγώ με τον Παυλάκη Κουννά που έπαιξε στον Πεζοπορικό επιλέξαμε ομάδες πέραν της πόλης μας. Εγώ έγινα άρρωστος με τον Απόλλωνα και ο Παυλάκης με τον Ολυμπιακό Λευκωσίας. Είναι στην καρδιά μου ο Απόλλωνας  χωρίς να υπάρχει λόγος γιατί επέλεξα αυτή την ομάδα. Τον περίμενα να έρθει στην πόλη μας σαν να και ερχόταν το Άγιο Φως. Πήγαινα δύο ώρες πριν το παιχνίδι. Δεν έχανα αγώνα στο παλιό ΓΣΖ. Η ομάδα μου είναι τα περιστέρια, η Ομόνοια Αραδίππου. Έπαιξα και μπάλα εκεί στην Ομόνοια Αραδίππου και είχα και ένα δοκάρι με το ΘΟΪ Λειβαδιών. Ήμουν και μύωπας και έλεγα στον προπονητή ότι δεν βλέπω και αυτός επέμενε ότι θα φτάσω ψηλά. Τελικά ένα πρωί τα δίπλωσα και στερήθηκε το ποδόσφαιρο το ταλέντο μου, θα ξεπερνούσα και το Νίκο Χαραλάμπους αν συνέχιζα. Δεν έχανα παιχνίδι της Ομόνοιας Αραδίππου, πήγαινα μέχρι και την Κυθρέα, μέχρι και τον Καραβά».

Σε εκείνο το παιχνίδι το 1980  Ομόνοια Αραδίππου-Ομόνοια όταν κρίθηκε ο πρωταθλητής ήσουν παρών; «Από τον φόβο μου πήγα στο ΓΣΖ και είδα ένα αδιάφορο παιχνίδι. Είχα τόση μεγάλη αγωνία γιατί αν δεν τσιμπούσαμε βαθμό θα πέφταμε κατηγορία. Μετά έγινα Πεζοπορικός για χατίρι του Σταυρινού, του Λεωνίδα Ξενοφώντος, του Φιλιαστίδη. Μετά  έκανα παέα μ ετον Ντίνο Ιακώβου τον οποίο βάφτισε ο Παυλάκης Βασιλείου που είναι  ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε και στην Εθνική Κύπρου και στην Εθνική Ελλάδος. Για το χατίρι του Ντίνου έγινα και ΕΠΑ. Τότε αδίκησα και τον φίλο μου τον Φοίβο Βραχίμη ο οποίος πανηγύρισε σε ένα παιχνίδι με την ΕΠΑ με το χέρι υψωμένο και εγώ έστειλα άρθρο εναντίον του. Ο άνθρωπος έτσι πανηγύριζε. Μετά βρήκα δύναμη και του απολογήθηκα, μετά έγινα Ανόρθωση με τον Μιτόσεβιτς».

Αυτά είναι πιο πρόσφατα, ας μείνουμε στα πιο παλιά, όταν οι Κυπριακές ομάδες έπαιζαν στην α΄ Εθνική: «Είχαμε ένα σινεμά στο χωριό. Ήρθε ο θείος μου και το αγόρασε αλλά επειδή δεν ήξερε να το λειτουργεί είπε στον πατέρα μου να το αναλάβει μαζί με εμένα. Το αναλάβαμε. Ο μηχανικός προβολής ήταν ο Πετρής Ασσιώτης. Ήταν φανατικός Ομονοιάτης και μου έλεγα ότι δεν με έκανε Ομόνοια να μην τον λένε Πετρή. Εγώ μπολιασμένος με τον φανατισμό του είπα ότι είμαι δεξιός και δεν θα πάω ποτ΄ς με τους Κουμουνιστές; Μπαίναμε στο αυτοκίνητο του και με έφερε στο ΓΣΠ. Έγιναθαυμαστής της Ομόνοιας. Έμπαινε στο γήπεδο και λέγαμε πόσα γκολ θα βάλει».
Οι παλιότεροι λένε ότι η Ομόνοια επειδή ήταν αριστερή ομάδα αδικήθηκε στην α εθνική σε αντίθεση με το ΑΠΟΕΛ: « Πιστεύω ότι αδικήθηκε η Ομόνοια, έξαλλου είναι και η γνωστή ιστορία με τον Ζλατάνο. Βέβαια το ΑΠΟΕΛ στην α΄΄ Εθνική ήταν σούπερ ομάδα. Οι ομάδες της Ελλάδας που ήταν κάτω από την μέση της βαθμολογίας έχασαν 2-0 από το ημίχρονα κόντρα στο ΑΠΟΕΛ στο ΓΣΠ. Το ΑΠΟΕΛ άξιζε να μείνει στην α΄ Εθνική γιατί ήταν ομαδάρα με προπονητή τον Πάνο Μάρκοβιτς.  Τότε στα παιχνίδια στο παλιό ΓΣΠ,  πήγαινα πίσω στο γήπεδο της καλαθόσφαιρας και έβλεπα την προθέρμανση, εκεί έκαναν το ζέσταμα οι ομάδες. Όταν ερχόταν ο Ολυμπιακός Πειραιώς πήγαινα να δω τον Τριντάφυλλο, τον Σταύρο Παπαδόπουλο και άλλους. Πεθύμησα το ποδόσφαιρο του τότε».

Κάποιοι λένε και εμείς που ζήσαμε και τις δύο εποχές ότι δεν υπάρχει σαν εκείνο το ποδόσφαιρο, αλλά χωρίς τους ξένους δεν θα ξέραμε τις σημαίνει Τσάμπιονς Λιγκ: «Τότε  ήμασταν νέοι και γι’ αυτό τα θεωρούσαμε όλα τέλεια. Είχαμε τα μαλλιά μας, είχαμε τα μυαλά και και γι’ αυτό εξιδανικεύουμε εκείνη την εποχή. Εγώ προτιμώ τον συναισθηματισμό, τον Νίκος Χαραλάμπους, τον Στυλιανού, τον Πόντζο της ΑΕΛ, τον Παναή της Αλκής αλλά δεν θα υπήρχαν οι ευρωπαϊκές επιτυχίες αν είχαμε μόνος τους δικούς μας ποδοσφαιριστές. Πως μπορώ να ξεχάσω την πρώτη φορά που είναι τον Ίαν Μουρς, Παναγία μου. Ήμουν ΑΠΟΕΛ τότε, και τώρα είμαι αλλά κρυπτοΑΠΟΕΛίστας. Έγινα ΑΠΟΕΛ όταν πήγε ο Ανδρέας Στεφάνου από την Ομόνοια Αραδίππου στο ΑΠΟΕΛ, ήταν και φίλος μου από το χωριό. Ερχόμουν στη Λευκωσία και έβλεπα όλα τα παιχνίδια, είδα και αυτό με τη Νάπολι και αυτό με τον Ηρακλή και άλλα ευρωπαϊκά. Μετά ξέγραψα από τα χαρτιά μου το ΑΠΟΕΛ και έγινα ξανά ΑΠΟΕΛ όταν πήγε ο Νίκος Προκόπης. Πιο πρόσφατα ήρθα ένα βράδι στην βράδια στην Αλήθεια και είδα τον Κώστα Παναγιώτου και τους άλλους συναδέλφους να στέκονται πάνω από την τηλεόραση και να περιμένουν να χτυπήσει πέναλτι η Λιόν. Το απέκρουσε ο Χιώτης και το ΑΠΟΕΛ προκρίθηκε στους «8». Ούτε που ήξερα ότι είχε αγώνα εκείνο το βράδυ. Και για να καταλάβεις τις γνώσεις μου περί ποδοσφαίρου, το 2004 όταν η Ελλάδα έπαιζε στον ημιτελικό του Γιούρο με την Τσεχία παρακολουθούσαν οι τρεις γιοι μου με αγωνία το παιχνίδι. Όταν έκανε το κόρνερ ο Μπασινάς και ο απογειώθηκε ο Δέλλας της Μαστροκώστα και έβαλε το γκολ και πανηγύριζαν, τους είπα ότι ακόμα δεν τελείωσε το ματς, ενώ ήταν ξαφνικός θάνατος τότε».

Ασχολείσαι όμως με το ποδόσφαιρο: «Πάντα ασχολούμαι θεωρητικά, βλέπω μόνο στιγμιότυπα. Το τελευταίο παιχνίδι που είδα ήταν τον περσινό τελικό Κυπέλλου ΑΠΟΕΛ-ΑΕΛ. Μαλώνω με την γυναίκα μου γιατί πάω να δω τα στιγμιότυπα στις 8.50. Είναι ανάγκη  να μας λένε τους σκόρερ πριν τα στιγμιότυπα στην εισαγωγή του δελτίου; Θέλω να έχω αγωνία και να δω στα στιγμιότυπα ποιοι τα πέτυχαν. Η μισή μαγεία φεύγει. Επίσης μου την δίνει στο κέρατο η έκφραση «το κερασάκι στην  τούρτα» η π.χ. «παίρνει φωτιά κυριολεκτικά το ΓΣΠ» μεταφορικά πήρε φωτιά, αν έπαιρνε κυριολεκτικά θα πρέπει να καλούσαν την πυροσβεστική».

Στην αρχή της εκπομπής μίλησες για το Νίκο Χαραλάμπους τον οποίο θεωρείς σαν τον κορυφαίο:
«Κάποιοι πρόλαβαν τον Πάκκο και λένε ότι ήταν καλλιτέχνης, πρόλαβαν και τον Κρυστάλλη. Από τον καιρό που άρχισα να πηγαίνω στα γήπεδα ο Νίκος Χαραλάμπους ήταν ο καλύτερος για εμένα. Βάζω την ζωή μου κάτω και λέω ότι για εμένα ο Νίκος Χαραλάμπους είναι ο κορυφαίος. Τα έφερε με τέτοιο τρόπο η ζωή και τώρα με θαυμάζει εκείνος».

Υπήρχαν και άλλοι που σφράγισαν εκείνα τα χρόνια:
 «Βεβαίως. Οι εκτινάξεις του Μάκη Αλκιβιάδη της ΕΠΑ που ήταν ο κορυφαίος τερματοφύλακας, οι κανονιές του Σταυρινού. Μου άρεσε ο Παμπουλλής της ΑΕΛ και όταν πήγε στον Ολυμπιακό Πειραιώς. Ο Αντωνάκης ο Κκαφάς της Ανόρθωσης, αυτός ο ήρεμος άνθρωπος. Ο Πανίκος Ευθυμιάδης  του Ολυμπιακού που όταν τον τραβούσαν έλεγε και ευχαριστώ. Όπως και ο Κανάρης. Του έκανε καράτε ένας αντίπαλος και όταν έπεσε ο «καρατίστας» στο έδαφος τον σήκωσε ο Κανάρης. Αγαπούσα και τους ποδοσφαιριστές που είχαν ήθος».

Θυμάσαι όταν έβγαινε το βυτιοφόρο και ράντιζε το χώμα; «Ναι. Προϊστορικά πράγματα. Θυμάμαι τον Μούστρα που έλεγε τις συνθέσεις από τα μεγάφωνα. Επειδή σήμερα όλοι μιλάνε για διαιτησία, εγώ θυμάμαι ότι νύχτωνε να τελειώσει ένα παιχνίδια μέχρι να νικήσει ένα παιχνίδι η ομάδα που έπρεπε. Μέχρι και πιστόλια βγήκαν στο ΓΣΖ».

Έχεις έναν τρελό ποδοσφαιρικό έρωτα με το ελληνικό ποδόσφαιρο, όχι το σημερινό αλλά το παλιό και φαίνεται μέσα από τα χρονογραφήματα σου στην SPORTDAY: «Η ζωή παίζει παιχνίδια. Τελειώσαμε την θητεία μας στην Κρήτη και μπήκαμε στο καράβι για να πάρουμε τους άλλους αξιωματικούς. Είχαμε τρεις μέρες στην διάθεση μας και είπα ότι θα πάω να δω τον Θρύλο μου στην Ελλάδα όχι μόνο στην Κύπρο. Με έκανε με τον Ολυμπιακό ο Κύκκος  Κουμανταρής, κρεοπώλης στο επάγγελμα  γιατί που μου έδινε το Φως των Σπορ και παρασύρθηκα από τους τίτλους. Δεν το μετάνιωσα ποτέ εκτός από το 1973 όταν χάσαμε το πρωτάθλημα και έγινα με τον Άρη. Πήγα να δω το πρόγραμμα όταν φτάσαμε στον Πειραιά. Ανακαλύψαμε ότι έπαιζε εκτός έδρας. Αναγκαστικά πήγα εγώ στη Λεωφόρο σε ένα ματς του Παναθηναϊκού με την Καβάλα. Ένιωθα παρείσακτος και φαντασιωνόμουν ότι θα έκανε την έκπληξη η Καβάλα αλλά έφανα τέσσερα περιποιημένα. Είδα τον Δομάζο, τον Ελευθεράκη, τον Δημητρίου, τον Φυλακούρη, τον Καψή, τον Σούρπη και παρά το ότι ήμουν αντί- Παναθηναϊκός υποκλίθηκα στο ποδόσφαιρο που έπαιξαν. Μου αρέσει να πειράζω τους φίλους του Παναθηναϊκού».

Μέχρι πότε παρακολουθούσες το ποδόσφαιρο και έλεγες πόσο πολύ σε συναρπάζει;
«Μέχρι το 1993. Οι τελευταίες μνήμες μου είναι ο Σαραβάκος με τον Ζάετς του Παναθηναϊκού, ο Στάυρος Παπαδόπουλος με τον Νοβοσέλατς και τον Καραπιάλη του Ολυμπιακού, ο Σκαρτάδος του ΠΑΟΚ. Όταν πήγε ο Σαββίδης και μετά ο Κετσπάγια στην ΑΕΚ έγινα ΑΕΚ. Όταν πήγε ο Σαββίδης και έπαιζαν με τον Ολυμπιακό, ήθελαν να μας κερδίσουν. Ήμουν με την ΑΕΚ όταν ήταν επίσης ο μακαρισμένος ο Τάσος Κωνσταντίνου που μας έφυγε πριν κάποιους μήνες, ο Παπαιωάννου, ο Αρδίζογλου και άλλοι. Είμαι ανεμόμυλος στις προτιμήσεις μου αλλά η ομάδα μου είναι ο Ολυμπιακός. Ξέρεις ότι υπάρχουν Κυριακές που μαθαίνω το αποτέλεσμα την Δευτέρα; Δεν αγωνιώ πλέον. Με συνεπαίρνουν  οι ταινίες πλέον. Μεγαλώσαμε. Όταν ήμασταν μικροί ήμασταν ανυποψίαστοι. Νομίζαμε ότι αν φτιάξεις οικογένεια θα είναι όλα μέλι γάλα. Υπάρχει δυστυχία, διαλυμένες οικογένειες γύρω μας. Άλλα αποφασίζει η ζωή. Υπάρχουν οικονομικά προβλήματα, ψυχολογικά προβλήματα. Νευριάζω γιατί  τώρα που μιλάμε μπορεί να πέσει μια οβίδα στην Συρία και σκοτωθούν γυναικόπαιδα και εμείς τσακωνόμαστε για τα τετράμηνα. Αν ήμουν μαθητής κι εγώ θα έβγαινα στους δρόμους. Ζούμε σε εξοντωτικούς ρυθμούς και πάθαμε μια υστερία ότι το Κυπριακό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Δεν λέω ότι δεν είναι πρόβλημα αλλά νομίζουμε ότι είναι το πιο μεγάλο πρόβλημα στον κόσμο. Λέμε ότι οι ξένοι δεν ενδιαφέρονται για το Κυπριακό και άλλα εμείς πότε βγήκαμε να υψώσουμε μια σημαία για τα μωρά της Συρίας και της Υεμένης».

Πιστεύεις ότι θα λυθεί ποτέ το Κυπριακό; «Ποτέ δεν θα λυθεί. Ήμουν είμαι και θα είμαι αρρωστημένος υπέρ του σχεδίου Ανάν και θα πω χωρίς να φοβάμαι κανέναν ότι εγκλημάτησαν εκείνοι που είπαν «όχι» και πρέπει να το παραδεχθούν. Κάποιοι νομίζουν ότι θα φύγει ο Αττίλας και άλλα. Ούτε στις ταινίες δεν γίνονται αυτά. Λένε ότι αποτρέψαμε τον ακρωτηριασμό τη πατρίδα μας και αυτοί  φτάνουν μέχρι την Λεμεσό και τον Εναέριο και πίνουν ναργιλέ. Εγώ είπα «ναι» αλλά δεν συμφωνώ να πηγαίνουν απέναντι οι δικοί μας. Είναι δικαίωμα τους αλλά δεν γίνεται να πηγαίνεις και να γίνεσαι αιμοδότης του κατακτητή παρά το γεγονός ότι είμαι Ειρηνόφιλος. Δεν είμαι όπως τον Παύλο Μυλωνά που έκανε λόγο για κοπρίτες που πάνε στα κατεχόμενα. Εγώ το βλέπω συναισθηματικά και όχι τόσο πρακτικά. Ονειρευόμουν πάντα μια Κύπρο με λυμένο το Κυπριακό ακόμα και με κακή λύση. Δεν υπάρχει δίκαιο, είναι το δίκαιο του ισχυρού. Εδώ μας διοικεί ένας γελωτοποιός. Όταν βλέπω τον Τραμπ στην τηλεόραση θέλω να τραβώ τα μαλλιά μου που δεν έχω πλέον. Δεν  μπορώ να σκεφτώ ότι υπάρχουν βιομηχανίες όπλων που ορκοδοτούν μητέρες που φτιάχνουν βόμβες που ίσως σκοτώσουν τα δικά τους παιδιά ακόμα και παιδιά άλλων. Είναι ουτοπικά αυτά που λέω και όνειρα θερινής νυκτός όλα αυτά αλλά είναι οι απόψεις μου και γι αυτό ήρθα εδώ για χάρη σου αλλά και για να διευκρινίσω κάποια πράγματα γιατί ήταν άκομψη η διακοπή της εκπομπής μου γιατί συγκινήθηκα. Να πω ότι ευχαριστώ όλους τους ακροατές αλλά ειδικά αυτούς που δεν εγκατέλειψαν την εκπομπή ούτε δευτερόλεπτο, ο άνθρωπος κουνουπίδι, ο Θάκης, ο Λοίζος Αλαμπρίτης, ο Ντα Σίλβα ο οπαδός του Απόλλωνα, ο Μιχάλης Χάματσος από το Πέρα Χωριό, ο κύριος Ιωσήφ, η Άννα Γαιτάνου. Θέλω μια εκπομπή να τα πω αλλά έφυγα γιατί είμαι ευσυγκίνητος. Έπρεπε να μείνω αλλά ο αποχωρισμός είναι δύσκολος. Όταν γνώρισα την μαγεία του ραδιοφώνου κατάλαβα ότι παίζεις εκ του ασφαλούς. Έρχονται μηνύματα αλλά ο τελευταίος λόγος είναι δικός μας.  Πολλές φορές με κατατρόπωσαν οι ακροατές. Αδίκησα έναν άνθρωπο, τον Περδίκη τον οποίο σφυροκοπούσα όπως η Μπαρτσελόνα την Λεβάντε. Τον μαστίγωνα αλλά προς τιμήν του δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Έβγαζα το σχοινί και το παλούκι με τον Περδίκη αλλά και με τον Σάκη τον Ρουβά. Λένε ότι λιποθυμούν όταν τον βλέπουν, εγώ λιποθυμώ όταν τον ακούω».

Αν σου έλεγαν να πας στην Αθήνα να δεις ένα σχήμα με την Πάολα και τον Ρουβά; «Και δέκα εκατομμύρια να μου δώσουν δεν θα πάω».
Τι σχήμα θέλεις να πάεις να δεις; «Τον Νταλάρα, την Αλεξίου, την Ρένα Κουμινιώτη, τον μακαριστό Παπάζογλου. Όταν τον ακούω βγαίνω από το σώμα μου. Μετά από 100 χρονιά πάλι Μπιθικώτση θα ακούνε οι Έλληνες, πάλι Χατζηδάκι και όχι Παπαρίζου και Φουρέιρα, ούτε που θα τους ξέρουν αυτούς. Αυτή είναι η Ελλάδα που αγαπώ».

Με αφορμή την αποχώρηση σου από την εκπομπή, δεν αντέδρασαν οι ακροατές σου; «Το ανακοίνωσα από τον Οκτώβριο και μου έστελναν μηνύματα να μην σταματήσω και τέτοια. Μάλιστα κάποιοι νόμισα ότι είναι φάρσα σαν να και είμαι ο μακαρίτης ο Μπονάτσος. Το τι νούμερα χτυπούσαμε στην Αραδίππου και στην ευρύτερη περιοχή Λάνρακας τι να σου πω».
Τέλος τι θα ήθελες να πεις; «Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον φίλο μου Μιχάλη Παπαγεωργίου. Ήρθα για το χατίρι σου. Επίσης να ευχαριστήσω τον Σωκράτη Χάσικο που μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω ραδιόφωνο 15 χρόνια, τον Μιχάλη Πουλλή, τον Νίκο Φιλιώτη, τον Γιώργο Αθανασίου, τον Γιώργο Γεωργίου, όλα τα παιδιά της SPORTDAY και όλους όσους πέρασαν από εδώ. Όσοι αγάπησαν τον Κούνιο όσο και αν τους ξεγέλασα μπορούν να τον διαβάζουν στην Αλήθεια που είναι πιο αληθινός από το ραδιόφωνο».


btm