• club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
  • club
Αυτές είναι οι δέκα καλύτερες ομάδες στην ιστορία των EuroBasket
01/09/2022 13:53
Αυτές είναι οι δέκα καλύτερες ομάδες στην ιστορία των EuroBasket

Ποιες να’ ναι οι δέκα καλύτερες ομάδες όλων των εποχών στην 87χρονη ιστορία του EuroBasket. Ο Γιάννης Φιλέρης έψαξε, θυμήθηκε και αξιολογεί δέκα κορυφαία συγκροτήματα που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Διαβάστε το τοπ-10 των κορυφαίων

Το 1935 η FIBA μετρούσε τρία χρόνια ζωής, είχε έρθει σε συμφωνία με την ΔΟΕ για τη διεξαγωγή του πρώτου ολυμπιακού τουρνουά μπάσκετ στο Βερολίνο το 1936 και ως πρόβα τζενεράλε επιλέχθηκε, από τη νεοσύστατη διεθνή ομοσπονδία, το πρώτο Ευρωμπάσκετ της ιστορίας, που έγινε στη Γενεύη το τριήμερο 2-4 Μαΐου, με τη συμμετοχή δέκα εθνικών ομάδων.

Θα πήγαινε και η Ελλάδα (ένα χρόνο αργότερα συστάθηκε η Εθνική Ομάδα με τους πρώτους αγώνες της εναντίον της Τουρκίας) ποιος όμως θα πλήρωνε το μακρινό ταξίδι με το τρένο, μέχρι την κατάλευκη και πένθιμη Ελβετία, που λέει κι ο Καββαδίας;

Κάπως έτσι ξεκινούσε η ιστορία του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος μπάσκετ, που φέτος συμπληρώνει 87 χρόνια ζωής. Η διοργάνωση, που γίνεται για 41η φορά, με νέα φόρμουλα από το 2015 (συνδιοργάνωση τεσσάρων χωρών, συνήθως) έχει πίσω της όλες τις μεγάλες μορφές του ευρωπαϊκού μπάσκετ, τους πρωταγωνιστές που έγραψαν (και γράφουν) την ιστορία της πορτοκαλί μπάλας.

Το Ευρωμπάσκετ είναι μια από τις αρχαιότερες αθλητικές διοργανώσεις στη Γηραιά Ήπειρο. Ουσιαστικά αποτελεί τη Βίβλο του αθλήματος κι εξακολουθεί να διατηρεί την αίγλη και τον μύθο που έχτισαν οι θρύλοι του σπορ από τα πρώτα χρόνια, μέχρι την μετεξέλιξη του, με το νέο σύστημα, αλλά και την ανά τετραετία διεξαγωγή του.

Προσθέστε και τον παράγοντα ΝΒΑ, αφού στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου συνηθίζουν να αγωνίζονται, ως επί το πλείστον, οι κατά τεκμήριο κορυφαίοι της Ευρώπης.

Δεν είναι εύκολο, λοιπόν, να διαλέξει κανείς τις δέκα καλύτερες ομάδες όλων των εποχών, φτιάχνοντας ένα ιδιότυπο Top-10 ή power ranking – πείτε το όπως θέλετε. Προφανώς στην επιλογή μπαίνει πάντα και ο υποκειμενικός παράγοντας, οι παραστάσεις και οι εικόνες που έχει κανένας από το παρελθόν, σίγουρα όμως υπάρχουν και αντικειμενικά κριτήρια όπως:

  • το συσσωρευμένο ταλέντο κάθε μεγάλης ομάδας που παρουσιάζουμε
  • οι επιτυχίες τους, δηλαδή η κυριαρχία τους στη διοργάνωση και η απήχηση τους στον κόσμο του μπάσκετ
  • ο βαθμός δυσκολίας για να φτάσουν στη διάκριση, σε κάποιο μετάλλιο δηλαδή που δεν το περίμενε κανείς όπως το ανεπανάληπτο χρυσό της Ελλάδας το 1987.

Σίγουρα το μπάσκετ της δεκαετίας του ’50 δεν είναι ίδιο με ό,τι βλέπουμε τώρα στα γήπεδα με τους υπερηχητικούς μπασκετμπολίστες. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο συναγωνισμός, οι μάχες αλλά και οι ήρωες του παρελθόντος δεν έχουν θέση στο πάνθεο του σπορ. Αντιθέτως, θα ‘ναι πάντα μαζί μας, δίπλα στους νέους ήρωες, δίνοντας τις ασίστ για τα καρφώματα των νέων ηρώων.

Πάμε, λοιπόν, στο δικό μας τοπ-10, δεκτές όλες οι ενστάσεις και οι γνώμες.

Νο 10: Η Ισπανία χωρίς… το χρυσό

Από την εποχή του Εμιλιάνο Ροντρίγκεθ, που το 1963 αναδείχθηκε MVP του Ευρωμπάσκετ, η Ισπανία αναζητούσε πρώτα ένα μετάλλιο και στη συνέχεια τη κορυφαία διάκριση.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 μια σπουδαία φουρνιά παικτών με επικεφαλής τους Χουάν Αντόνιο Κορμπαλάν, Γουέιν Μπράμπεντερ, Κλίφορντ Ραφαέλ Ρουγιάν προστέθηκαν δίπλα στους Κλίφορντ Λιουκ και Φρανθίθκο (Νίνο) Μπουσκατό, έγραψαν ιστορία με τη μεγαλειώδη νίκη τους στη Βαρκελώνη, στον ημιτελικό του 1973 κόντρα στη Σοβιετική Ένωση, κατέκτησαν το αργυρό μετάλλιο και έβαλαν τα θεμέλια για ομάδα η δύναμη της οποίας κράτησε δώδεκα χρόνια.

Άψογο στυλ από τον Χουάν Αντόνιο Σαν Επιφάνιο μέλος της Εθνικής Ισπανίας που εντυπωσίαζε αλλά δεν κέρδιζε ποτέ το χρυσό μετάλλιο
Άψογο στυλ από τον Χουάν Αντόνιο Σαν Επιφάνιο μέλος της Εθνικής Ισπανίας που εντυπωσίαζε αλλά δεν κέρδιζε ποτέ το χρυσό μετάλλιο ACTION IMAGES

Καθώς στη συνέχεια προστέθηκαν αστέρες όπως ο Τσίκο Σιμπίλιο, ο Ινιάθιο Σολοθάμπαλ, ο Φερνάντο Ρομάι, ο αδικοχαμένος Φερνάντο Μαρτίν και βέβαια ο Χουάν Αντόνιο Σαν Επιφάνιο, η φούρια ρόχα με τον εμβληματικό προπονητή Αντόνιο Μιγκέλ Ντιάθ στον πάγκο, πήρε ένα ακόμη αργυρό (1983) και τέσσερα χάλκινα μετάλλια (1981, 1985, 1987) χωρίς όμως ποτέ να φτάσει στην κορυφή του βάθρου. Θα το έκανε η χρυσή γενιά των 80ρηδων και εντεύθεν σπουδαίων παικτών, στο γύρισμα του αιώνα.

Οι προκάτοχοι τους, ωστόσο, ήταν εκείνοι που δημιούργησαν το μύθο της θεαματικής Ισπανίας, έστω κι αν ποτέ δεν κατάφερνε να το χαρούν εξ ολοκλήρου!

Νο 9: Η Ιταλία των 70s που δικαιώθηκε το 1983

Στην δεκαετία του ’70 εκτός από τους Γιουγκοσλάβους και τους Ισπανούς, την άλλοτε ανίκητη Σοβιετική Ένωση κυνηγούσε και η Ιταλία. Τα μαθήματα που παρέδωσαν οι Έλληνες πιονιέροι μπασκετμπολίστες (Φαίδων Ματθαίου, Κώστας Μουρούζης, Μίμης Στεφανίδης) στα 50s και στα πρώιμα 60s έπιασαν τόπο και σιγά – σιγά οι γείτονες σημείωσαν μια τεράστια πρόοδο στο μπάσκετ.

Με ατού το σπουδαίο εθνικό πρωτάθλημα (για πάνω από 20 χρόνια η μπασκετική Serie A ήταν η κορυφαία λίγκα της Ευρώπης), η Ιταλία δημιούργησε και μια σπουδαία Εθνική Ομάδα, αφού δίπλα στους καλύτερους ξένους, μαθήτευαν και εγχώριοι σουπερ-σταρ.

Ο Ντίνο Μενεγκίν, ο Πιερλουίτζι Μαρτζοράτι, ο Ρέντσο Μπαριβιέρα, ο Κάρλο Ρεκαλκάτι, ο Ρενάτο Βιλάλτα, ο Μάρκο Μποναμικό, ο Ρομέο Σακέτι και οι λοιποί αστέρες των seventies έφτιαξαν μια σπουδαία “Σκουάντρα Ατζούρα” που πήρε ένα αργυρό και δυο χάλκινα στα Ευρωμπάσκετ 71, 75 και 77) και δικαιώθηκε στην δύση αυτής της τρομερής γενιάς, το 1983 στη Ναντ της Γαλλίας.

Με τον Ρομπέρτο Μπρουναμόντι, τον Ενρίκο Τζιλάρντι και κυρίως τον σούπερ σκόρερ Αντονέλο Ρίβα να προστίθενται στο ρόστερ του κόουτς Σάντρο Γκάμπα (διαδέχθηκε τον Τζιανκάρλο Πρίμο) οι Ιταλοί έφτασαν μέχρι τον τελικό, όπου νίκησαν την (καταραμένη) Ισπανία και κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο. Για πρώτη φορά από το 1957 και σε τελικό από το 1961, έλειπαν από την πρώτη δυάδα είτε η Σοβιετική Ένωση, είτε η Γιουγκοσλαβία.

Νωρίτερα στη φάση των ομίλων η Ιταλία είχε νικήσει (στη Λιμόζ) και τη Γιουγκοσλαβία στο ματς που σημαδεύτηκε από την κλωτσοπατινάδα των παικτών με το ξύλο να… αρχίζει στο παρκέ και να ολοκληρώνεται στα δημοσιογραφικά θεωρεία!

Η Ιταλία αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης χωρίς κανείς της παίκτης να συμπεριλαμβάνεται στην κορυφαία πεντάδα της διοργάνωσης (είχαν επιλεγεί δυο Ισπανοί, Κορμπαλάν και Έπι, ο Τσέχος Κρόπιλακ, ο 20χρονος Άρβιντας Σαμπόνις και ο Νίκος Γκάλης, που είχε βγει και πρώτος σκόρερ)

Νο 8: Η Γαλλία του Τόνι Πάρκερ και των συνοδοιπόρων του

Χρόνια προσπαθούσε η Γαλλία να φτιάξει μια σπουδαία Εθνική Ομάδα μετά από εκείνη που είχε κατακτήσει πέντε μετάλλια (4 χάλκινα, 1 αργυρό) από το 1937 μέχρι το 1959. Και χρόνια έμενε στην αφάνεια ή το πολύ μέχρι την 4η θέση.

Το αναπτυξιακό πρόγραμμα της γαλλικής ομοσπονδίας, που εκπονήθηκε μέσω του περίφημου INSEP, άρχισε να αποδίδει καρπούς στα πρώτα χρόνια μετά το μιλένιουμ. Ο χαρισματικός Τόνι Πάρκερ (τέσσερις φορές πρωταθλητής ΝΒΑ, για να μη ξεχνιόμαστε) και μια ωραία παρέα που συγκρότησαν οι συνοδοιπόροι του, Μπορίς Ντιό, τα αδέρφια Πιετρούς, ο Ρόνι Τουριάφ, ο Μικαέλ Ζελαμπάλ, δημιούργησαν εξ αρχής τις μεγάλες προσδοκίες.

Αργότερα, έρχονταν να προστεθούν στο ρόστερ αστέρια όπως ο Αντουάν Ριγκοτό, ο Νικολά Μπατούμ και ο Νάντο Ντε Κολό.

Το τρίποντο του Διαμαντίδη στον δραματικό ημιτελικό του 2005 με την Ελλάδα στέρησε από τους “μπλε” το δικαίωμα να παίξουν σε ένα τελικό, που τόσο πολύ ήθελαν. Παρόλα αυτά το χάλκινο μετάλλιο, που κατέκτησαν το πρώτο μετά από 46 χρόνια, ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία της γαλλικής υπεροχής στο μπάσκετ.

Επιτέλους, οι Γάλλοι είναι πρωταθλητές Ευρώπης. Το 2013 στη Σλοβενία ο Μπορίς Ντιό με το κύπελλο στα χέρια, ο Τόνι Πάρκερ, ο Νικολά Μπατούμ και οι λοιποί πανηγυρίζουν
Επιτέλους, οι Γάλλοι είναι πρωταθλητές Ευρώπης. Το 2013 στη Σλοβενία ο Μπορίς Ντιό με το κύπελλο στα χέρια, ο Τόνι Πάρκερ, ο Νικολά Μπατούμ και οι λοιποί πανηγυρίζουν ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Με κόουτς τον Βενσάν Κολέ τα κατάφεραν το 2013 στη Σλοβενία, όταν επιτέλους η παρέα του Πάρκερ έφτανε στην κορυφή με τη νίκη της στον τελικό κόντρα στην Λιθουανία. Χρειάστηκε βέβαια να ξορκίσει όλους τους δαίμονες της, κερδίζοντας στον ημιτελικό την Ισπανία 75-72 στην παράταση, με τον Πάρκερ να δίνει ρεσιτάλ (32π) και να δακρύζει στην απονομή!

Νο 7: Η Ελλάδα ξανά στην κορυφή!

Πηγαίνοντας στο Βελιγράδι το 2005 ο Μιχάλης Κακιούζης έκανε την πρόβλεψη της ζωής του: “Θα πάρουμε το χρυσό μετάλλιο” είπε ο αρχηγός της ομάδας στο ξεκίνημα της προετοιμασίας. Επέμεινε και λίγο πριν ξεκινήσει το τουρνουά, περιμένοντας πως και πως την στιγμή που το βράδυ της 25ης Σεπτεμβρίου η προφητεία του θα γινόταν πραγματικότητα. Θα γινόταν ο πρώτος Έλληνας, που θα σήκωνε ψηλά το Κύπελλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης.

Αν το 1987 ο “ύμνος” της Εθνικής ήταν το final countdown των Europe, δέκα οκτώ χρόνια αργότερα είχαμε μετατοπιστεί λίγο προς το πιο έντεχνο, με τα “παιδιά των δρόμων” της Ελένης Τσαλιγοπούλου να συνοδεύει την ομάδα από το ξενοδοχείο πρώτα στη Χάλα Πιονίρ και μετά στην Μπεογράτσκα Αρένα. “Χωρίς την πίστη της παρέας, καθένας ένας είναι και ορφανός” λένε, σε κάποια στιγμή, οι στίχοι για μια πραγματικά σπουδαία παρέα.

Τα θεμέλια είχαν μπει ένα χρόνο πριν από τον Παναγιώτη Γιαννάκη που είχε επιστρατευτεί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες (μετά από την επιμονή του αείμνηστου Γιώργου Κολοκυθά) και έκανε βαθιές τομές, διαβλέποντας το μέλλον.

Ο “δράκος” πήγε αντίθετα στο ρεύμα, καθιέρωσε στην ίδια ομάδα Παπαλουκά και Διαμαντίδη, έφτιαξε μια πανίσχυρη περιφέρεια αφού δίπλα τους τοποθετήθηκαν ο Σπανούλης, ο Ζήσης και ο Χατζηβρέττας, βρήκε μια θαυμαστή ισορροπία στις γραμμές της ομάδας και προσωπικότητες όπως ο Κακιούζης, ο Ντικούδης, ο Φώτσης, ο Τσαρτσαρής. ο Λάζαρος Παπαδόπουλος έδωσαν το 100% για να ξαναγίνει η Ελλάδα υπερδύναμη όχι μόνο στο ευρωπαϊκό αλλά και στο παγκόσμιο μπάσκετ.

Η ελληνική ομάδα δίνει αγώνα πρόκρισης στους “8” με το Ισραήλ. Η νίκη την ξεμπλοκάρει. Ο Θοδωρής Παπαλουκάς χορεύει κοζάκικο τους Ρώσους κι ο Δημήτρης Διαμαντίδης στον ημιτελικό ευστοχεί στο τρίποντο της ζωής του. Με τον δικό της ξεχωριστό, καμιά φορά βασανιστικό, αλλά βαθιά μπασκετικό, η Ελλάδα ξαναπαίζει σε ένα τελικό μετά το 1989 και στέφεται πρωταθλήτρια Ευρώπης μετά από το 1987.

Η Γερμανία του ανυπέρβλητου Ντιρκ Νοβίτσκι δεν μπορεί να αντισταθεί. Είναι ευχαριστημένη με την πρόκριση στον τελικό. Εμείς πάλι όχι. Το Βελιγράδι αποθεώνει τους διεθνείς και ο Κακιούζης βγαίνει αληθινός.

Η προσθήκη στη φροντ λάιν του Σοφοκλή Σχορτσιανίτη και του Γιάννη Μπουρούση, του Καλάθη και του Πρίντεζη (στο ξεκίνημα της μεταμόρφωσης του σε σουπερ-σταρ) κράτησαν την ομάδα όρθια για μια πενταετία (2004-2009) με δυο μετάλλια (χρυσό το ’05, αργυρό το ’09 με κόουτς τον Γιόνας Καζλάουσκας), ορόσημο τη νίκη επί των Αμερικανών το 06 και το αργυρό στο Παγκόσμιο και το μοναδικό-για τα ελληνικά δεδομένα- κατόρθωμα της συμμετοχής σε δυο διαδοχικά τουρνουά Ολυμπιακών Αγώνων (2004, 2008).

Αν μάλιστα το 07 δεν πέφταμε πάνω σε τρία-τέσσερα σφυρίγματα μαχαιριές στον κρίσιμο ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ, κόντρα στους οικοδεσπότες Ισπανούς, ενδεχομένως να υπήρχε στη συλλογή ένα ακόμη μετάλλιο.

Νο 6: Αυτοί που δεν θα το έπαιρναν ποτέ…

Το 1995 η τελευταία έκδοση της Γιουγκοσλαβίας, εν ολίγοις ό,τι είχε απομείνει μπασκετικά από την ενιαία ομάδα των πλάβι, δηλαδή Σέρβοι και Μαυροβούνιοι, εμφανίστηκαν ξανά στο προσκήνιο, μετά τον αποκλεισμό τους στις διεθνείς διοργανώσεις (1992-94). Ήδη είχαν εμφανιστεί Κροάτες, Σλοβένοι και Βόσνιοι με ανεξάρτητες εθνικές ομάδες, αυτοί όμως θα συνέχιζαν το έργο που είχε μείνει ανολοκλήρωτο το 1991.

Στην Αθήνα το 1995 το κοινό στο ΟΑΚΑ λίγο έλειψε να διαλύσει ολότελα την παραδοσιακή ελληνοσερβική φιλία, όταν τραγουδούσε ειρωνικά “δεν θα πάρεις Κύπελλο ποτέ, Πασπαλιέ, Πασπαλιέ” και φωνάζοντας Λιετούβα – Λιετούβα σε κάθε επίθεση της Λιθουανίας του Άρβιντας Σαμπόνις στον τελικό του Ευρωμπάσκετ κι αφού η Ελλάδα είχε μείνει εκτός τετράδας έχοντας σφοδρά παράπονα από τη διαιτησία.

Το σύνθημα της ελληνικής εξέδρας έγινε σλόγκαν της σπουδαίας ομάδας που εμφάνισε τότε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς (με βοηθό τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς) και εκτός του… Πασπαλιέ είχε στο ρόστερ της τεράστιες προσωπικότητες όπως ο Βλάντε Ντίβατς, Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς, ο Σάσα Τζόρτζεβιτς, ο Ζέλικο Ρεμπράτσα, ο Ζόραν Σάβιτς, ο Σάσα Ομπράντοβιτς, ο Ντέγιαν Τομάσεβιτς και βέβαια ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα.

Ο τελικός έμεινε στην ιστορία για την δραματική εξέλιξη του, την παραλίγο αποχώρηση της Λιθουανίας που στο τέλος έπαιζε χωρίς Μαρτσουλιόνις – Σαμπόνις (αποβλήθηκαν με τεχνικές ποινές) αλλά και την ραψωδία του Τζόρτζεβιτς που τελείωσε το ματς με… 41 πόντους και 9/12 τρίποντα.

https://youtu.be/UbiJ-ppBgkc

Το ελληνικό κοινό είχε εξαγριωθεί και αποδοκίμαζε τους θεωρητικά φίλους μας ακόμη και στην απονομή. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα, όταν η Κροατία σύσσωμη αποχώρησε από το βάθρο για να μην ακούσει τον εθνικό ύμνο των νικητών.

Ο Πάσπαλι πάντως… πήρε το Κύπελλο, το χρυσό της Αθήνας πανηγυρίστηκε δεόντως καθώς οι “Γιούγκοι” επέστρεφαν θριαμβευτικά στο προσκήνιο κερδίζοντας τέσσερα μετάλλια (τρία χρυσά, ένα χάλκινο) μέχρι το 2001 όταν στην ομάδα προστέθηκαν ο Πέτζα Στογιάκοβιτς και ο δικός μας Ντράγκαν Τάρλατς. Και ο προπονητής Σβιέτισλαβ Πέσιτς.

Νο 5: “Ήμασταν κάποτε πρωταθλητές”

Το μπάσκετ στην Γιουγκοσλαβία έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ειδικά στη δεκαετία του ’60 οι γείτονες έβαζαν τα θεμέλια της σχολής που θα τους έφερνε αργότερα στον θρόνο της καλύτερης ομάδας στην Ευρώπη. Κυνηγούσαν με πάθος να σπάσουν το κατεστημένο της Σοβιετικής Ένωσης, κάτι που για χρόνια έμοιαζε αδύνατο, αλλά στη δεκαετία του 70 έγινε πραγματικότητα.

Το ντοκιμαντέρ “ήμασταν κάποτε πρωταθλητές” εξιστορεί πως χτίστηκε αυτή η τεράστια ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, η οποία ξεκίνησε την διαδρομή της στο Μουντομπάσκετ του 1970, όταν οι πλάβι ανέβηκαν για πρώτη φορά στο πρώτο σκαλί του βάθρου.

Η δουλειά είχε ξεκινήσει τρία χρόνια νωρίτερα όταν ο ιδιοφυής κόουτς Ράνκο Ζεράβιτσα, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 1968, προχώρησε σε μια εκτεταμένη ανανέωση αφήνοντας εκτός Εθνικής πολλούς από τους παίκτες που είχαν χαρίσει στη Γιουγκοσλαβία τα πρώτα της μετάλλια (δυο αργυρά το 1961 και το 1963) με πρώτο και καλύτερο τον αξεπέραστο σκόρερ Ραντιβόι Κόρατς.

Επικεφαλής της νέας ομάδας των πλάβι είχε τεθεί ο χαρισματικός Κρέζιμιρ Τσόσιτς που το 1969 πρωταγωνιστούσε στη Νάπολι και οδηγούσε την Γιουγκοσλαβία στην παρθενική της νίκη επί της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Ίβο Ντανέου, ο Νίκολα Πλέτσας, ο Πέταρ Σκάνσι, ο Βίνκο Γέλοβατς ήταν μερικοί από τους παγκόσμιους πρωταθλητές του ’70.

Η Γιουγκοσλαβία για πρώτη φορά πρωταθλήτρια Ευρώπης. Όρθιοι από αριστερά: Νόβοσελ (κόουτς), Τσόσιτς, Κνέζεβιτς, Γέρκοβ, Γέλοβατς, Σόλμαν, Τρβντιτς, Κιτσάνοβιτς Καθιστοί: Νταλιμπάγκιτς, Ίβκοβιτς, Σλάβνιτς, Πλέτσας
Η Γιουγκοσλαβία για πρώτη φορά πρωταθλήτρια Ευρώπης. Όρθιοι από αριστερά: Νόβοσελ (κόουτς), Τσόσιτς, Κνέζεβιτς, Γέρκοβ, Γέλοβατς, Σόλμαν, Τρβντιτς, Κιτσάνοβιτς Καθιστοί: Νταλιμπάγκιτς, Ίβκοβιτς, Σλάβνιτς, Πλέτσας FIBA

Σιγά – σιγά στην ομάδα των πλάβι έμπαιναν οι χαρισματικοί γκαρντ Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς, Ντράζεν Νταλιμπάγκιτς, Ζόραν Σλάβνιτς και Μίρσα Ντελίμπασιτς ένας ανελέητος σκόρερ όπως ο Ζάρκο Βάραιτς αλλά και σέντερ του διαμετρήματος του Ράικο Ζίζιτς και του Ράτκο Ραντοβάνοβιτς.

Ο Τσόσιτς εν τω μεταξύ συνέχιζε να χορεύει στα ευρωπαϊκά γήπεδα, με άριστη τεχνική κατάρτιση και στυλ για το ύψος του (2.11) και δυο σπουδαίοι προπονητές όπως ο Μίρκο Νόβοσελ και ο προφέσορ Αλεξάντερ Νίκολιτς έφεραν τη Γιουγκοσλαβία στην κορυφή.

Οι Σοβιετικοί πήραν μεν το όγδοο σερί χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του ’71, οι “πλάβι” όμως ήταν έτοιμοι να τους προσπεράσουν. Τρία συνεχόμενα χρυσά το 1973, το 1975 και το 1977 έφτιαξαν τον μύθο του γιουγκοσλάβικου μπάσκετ, που όχι μόνο αντιπαρατέθηκε του σοβιετικού, αλλά έγινε και καλύτερο του.

Στον τελικό του 1977 οι δυο ομάδες συναντιούνται σε ουδέτερο έδαφος (Βρυξέλλες) και η Γιουγκοσλαβία κατατακτάει τον τίτλο κερδίζοντας 74-61 με τον Αλεξάντερ Γκομέλσκι να παραδέχεται: “Ναι, είναι η καλύτερη ομάδα του κόσμου“.

Νο 4: Οι Σοβιετικοί βρίσκουν τον Σαμπόνις

Η Σοβιετική Ένωση ήταν ανίκητη στη δεκαετία του ’60. Με 55 συνεχόμενες νίκες έμοιαζε και ήταν ανίκητη με τον Αλεξάντερ Γκομέλσκι να εφαρμόζει το δόγμα της άμυνας σε όλο το γήπεδο και να διαθέτει κάθε φορά 12 υπερ-παίκτες.

Εκείνη η τρομερή ομάδα με φυσιογνωμίες όπως ο Αρμενάκ Αλατατσιάν, ο Μοντέστας Παουλάουσκας, ο γίγαντας των 2.20μ Γιαν Κρούμνις, ο Γκενάντι Βολνόφ και βέβαια ο ιδιοφυής Σεργκέι Μπέλοφ κέρδισε και τα πέντε Ευρωμπάσκετ της δεκαετίας του 60 συν άλλα τρία (1957, 1959 και 1971) έχοντας για κορύφωση της τον άθλο του 1972 στους Ολυμπιακούς Αγώνες με κόουτς τον αδικημένο Βλαντιμίρ Κοντράσιν.

Ήδη όμως στα σέβεντις, πρώτα οι Γιουγκοσλάβοι και στη συνέχεια Ισπανοί και Ιταλοί, άρχισαν να αμφισβητούν την κυριαρχία της. Χρειάστηκε να περάσει μια μεταβατική περίοδος από την εποχή του Σεργκέι Μπέλοφ, ώστε η άλλοτε πανίσχυρη ΕΣΔΔ να ξαναφτιάξει μια μεγάλη Εθνική μπάσκετ.

Το 1979 με τον Αλεξάντερ Γκομέλσκι να έχει επιστρέψει στον πάγκο ήταν έτοιμη να κυριαρχήσει εκ νέου, βρίσκοντας μια ξεχωριστή φουρνιά παικτών οι οποίο αργότερα με την προσθήκη του μυθικού Άρβιντας Σαμπόνις θα γίνονταν μια από τις καλύτερες εθνικές όλων των εποχών.

Το 1979 στο Τορίνο έπαιζε ακόμη ο Μπέλοφ, έχοντας δίπλα του τον αέρινο Ανατόλι Μίσκιν, τους δυο γίγαντες Αλεξάντερ Μπελοστένι και Βλάντιμιρ Τκατσένκο, τον πανέξυπνο πλέι μέικερ Στάνισλαβ Γερέμιν, τον νεαρό Βαλντεμάρας Χόμιτσιους τους έμπειρους Ζαρμουχαμέντοφ, Εντέσκο και τον αγγλομαθή Σεργκέι Ταρακάνοφ.

Η Σοβιετική Ένωση επιστρέφει δριμύτερη. Αν και χάνει στην πρώτη φάση του τουρνουά από την Ισπανία, είναι ακάθεκτη στη συνέχεια φτάνοντας μέχρι το χρυσό μετάλλιο (στον τελικό απέναντι στο καταπληκτικό Ισραήλ του Μίκι Μπέρκοβιτς) το πρώτο της μετά από το 1971.

Οι Σοβιετικοί ξαναγίνονται κυρίαρχοι, καθώς είναι πρώτοι τόσο το 1981 στην Τσεχοσλοβακία (με νέο πρόσωπο τον χαρισματικό πλέι-μέικερ Βάλντις Βάλτερς) χωρίς ήττα, όσο και τέσσερα χρόνια αργότερα στην Γερμανία όταν ο Άρβιντας Σαμπόνις δείχνει σε όλη την Ευρώπη γιατί τον αποκαλούν θαύμα της φύσης.

Πριν αρχίσουν τα βασανιστήρια των τραυματισμών στους αχίλλειους τένοντες των δυο ποδιών του, ο μέγιστος Λιθουανός, ο κορυφαίος σέντερ όλων των εποχών στην Γηραιά Ήπειρο, μοιάζει να έχει κατέβει από άλλο πλανήτη. Πάσες πίσω από την πλάτη, ντρίπλες, τρίποντα, καρφώματα και τάπες, σε ένα ανεπανάληπτο ρεσιτάλ.

Η κορύφωση αυτής της ομάδας (με Κουρτινάιτις, Βολκόφ και τέλος τον Μαρτσουλιόνις να μπαίνουν στην εξίσωση) έρχεται στο ολυμπιακό τουρνουά της Σεούλ όταν βάζει στο περιθώριο τόσο τις ΗΠΑ, όσο και τη Γιουγκοσλαβία. Μια νίκη που σηματοδοτεί ουσιαστικά το σύγχρονο μπάσκετ καθώς ανοίγουν τα σύνορα για τους ίδιους τους Σοβιετικούς, ο δρόμος για την άφιξη των επαγγελματιών (και της αυθεντικής ντριμ-τιμ) στις μεγάλες διοργανώσεις και το πεδίο να δούμε την καλύτερη Γιουγκοσλαβία που φανταζόμασταν ποτέ…

Νο 3: Η Ισπανία του Γκασόλ γίνεται ανίκητη

Τους Ισπανούς τους θαυμάζαμε για το φαντεζί, γρήγορο μπάσκετ αλλά και τους… συμπονούσαμε που έφταναν κάθε φορά μια ανάσα πριν από τον τίτλο. Ακόμη κι αν διέθεταν σπουδαίους παίκτες, είτε γηγενείς όπως ο Εμιλιάνο Ροντρίγκεθ και ο Χουάν Αντόνιο Κορμπαλάν, είτε προερχόμενους από τις ΗΠΑ (Λιουκ, Μπράμπεντερ) το αποτέλεσμα ήταν ίδιο. Νικούσαν μέχρι και τη Σοβιετική Ένωση, αλλά στο τέλος δεν μπορούσαν να πάρουν ένα χρυσό μετάλλιο.

Ακόμη και όταν έπαιξαν στον τελικό σχεδόν ως φαβορί είδαν την Ιταλία του Σάντρο Γκάμπα να τους αφήνει δεύτερους, το 1983. Όταν δηλαδή ο Πάου Γκασόλ, ο Χουάν Ναβάρο και ο Φελίπε Ρέγες ήταν τριών ετών. Αυτοί οι δυο μαζί με τους συνοδοιπόρους τους θα… αργούσαν (αφού το 2003, το 2005 και το 2007) η κατάρα δεν έλεγε να σπάσει. Οι πρωταθλητές κόσμου (το 2006) δεν μπορούσαν να αλλάξουν το πεπρωμένο της φούρια ρόχα στο Ευρωμπάσκετ.

Όταν ο Τζέι Αρ Χόλντεν, λίγο πριν από τη λήξη του δραματικού τελικού στη Μαδρίτη το 2007, έγραφε το τελικό 60-59, αποσβολωμένοι οι Ισπανοί δεν πίστευαν στα μάτια τους. “Αν όχι τώρα, πότε;” αναρωτιόντουσαν και όχι άδικα. Η Ισπανία με τους δυο Γκασόλ, το Ναβάρο, τον Ρούντι, τον Γκαρμπαχόσα (νυν πρόεδρος της ομοσπονδίας) τον Καλντερόν, τον Φελίπε Ρέγες, μια πλήρης ομάδα ζούσε ένα δράμα. Οι αιώνιοι δεύτεροι έβλεπαν την πλάτη και των Αμερικανών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008, με το χρυσό του 06 να μοιάζει εξαίρεση στον κανόνα.

Όλα άλλαξαν το 2009 στην Πολωνία, όταν η ομάδα του Σέρτζιο Σκαριόλο ενισχυμένη και με τον ιδιοφυή Ρίκι Ρούμπιο και τον νεαρό τότε Σέρχιο Γιουλ, γύρισε το… μπιφτέκι. Παρότι δεν απέφυγε τις γκέλες (η ήττα της από την Τουρκία την έφερε στην 4η θέση του ομίλου της δεύτερης φάσης και την έβαλε στο δρόμο της Εθνικής) στο τέλος τα κατάφερε.

Η Ελλάδα δεν της ήταν εμπόδιο στον ημιτελικό και επιτέλους σε ένα τελικό η Ισπανία έπαιρνε το χρυσό, νικώντας στον τελικό την Σερβία του Ντούσαν Ίβκοβιτς (και του Μίλος Τεόντοσιτς) που επανέκαμπτε δριμύτερη.

Η Ισπανία του Γκασόλ, του Γιουλ, του Φερνάντεθ, του Ροντρίγκεθ, του Μίροτιτς πανηγυρίζει το χρυσό του 2015. Το τρίτο της τρομερής φούρια ρόχα
Η Ισπανία του Γκασόλ, του Γιουλ, του Φερνάντεθ, του Ροντρίγκεθ, του Μίροτιτς πανηγυρίζει το χρυσό του 2015. Το τρίτο της τρομερής φούρια ρόχα ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Η Ισπανία κατέκτησε άλλα δυο χρυσά (2011, 2015) και μαζί με τις υπόλοιπες διακρίσεις της σε Ολυμπιακούς Αγώνες και Παγκόσμια Πρωταθλήματα ήταν σίγουρα η ομάδα που σημάδεψε την σύγχρονη εποχή, περισσότερο από κάθε άλλη.

Νο 2: Είναι το τέλος, η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης

Έχουν περάσει 35 χρόνια. Κι όμως το 1987 παραμένει η μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών στην ιστορία του Ευρωμπάσκετ.

Η Ελλάδα δεν ήταν ακριβώς “ανύπαρκτη”, σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπερδύναμη του αθλήματος. Το ξεθωριασμένο χάλκινο μετάλλιο του 1949 δεν το θυμόταν κανείς, η πιο μεγάλη διάκριση της Εθνικής ήταν το χρυσό στους Μεσογειακούς Αγώνες στο Σπλιτ (το 1979) απέναντι στην γηπεδούχο Γιουγκοσλαβία.

Κανείς δεν μπορούσε, όμως, να φανταστεί κάτι ανάλογο σε ένα Ευρωμπάσκετ. Η καλύτερη θέση της ελληνικής ομάδας ήταν η 9η, ψάχναμε πάντα μια ιστορική πρόκριση στους “8” και πάντα παίζαμε… νωρίς – νωρίς στους αγώνες διαβάθμισης. Λίγα πράγματα είχαμε να μνημονεύουμε από τις ομολογουμένως σπουδαίες φουρνιές που έστελνε στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα η Ελλάδα.

Οι δυο τίτλοι του πρώτου σκόρερ που είχε πάρει ο Γιώργος Κολοκυθάς, τα… αναμνηστικά που πέταξε στο Δούναβη ο Βασίλης Γκούμας το 1975, την ατυχία στη Ναντ με Γαλλία και Γιουγκοσλαβία όταν χάσαμε στο τσακ, αλλά και το Νίκο Γκάλη που είχε ενσωματωθεί στην Εθνική από το 1981 να τελειώνει το τουρνουά με μέσο όρο 33.6π ανά αγώνα (αρχισκόρερ του τουρνουά).

Ο Κώστας Πολίτης είχε αναλάβει προπονητής από το 1982, μπορεί τα αποτελέσματα του προολυμπιακού το 1984 (με ήττα σοκ από τη Μεγάλη Βρετανία) και του τζάλεντζ ράουντ για το Ευρωμπάσκετ 85 (αποκλεισμός στον όμιλο του Ελσίνκι) να μην το δικαίωσαν, όμως, ο αείμνηστος κόουτς είχε αποφασίσει να προχωρήσει βάσει του σχεδίου που είχε στο μυαλό του.

Η μεταγραφή του Παναγιώτη Γιαννάκη στον Άρη εξυπηρέτησε τα σχέδια του, καθώς ο “δράκος” έβαζε τον αθλητικό εγωισμό του κάτω από το αστείρευτο επιθετικό ταλέντο του Νίκου Γκάλη και η συνεργασία των δυο μεγαλύτερων γκαρντ που είδαμε στην Ελλάδα, έβγαλε παπάδες.

Ο Πολίτης προχωρούσε σε μια εκτεταμένη ανανέωση πηγαίνοντας ακόμη και στην Β’ Εθνική, με το κλειδί να ακούει στο όνομα Φάνης Χριστοδούλου. Παίζοντας δυο χρόνια στον Πανιώνιο, ο υπερταλαντούχος φόργουορντ από τη Δάφνη, έγινε ο καταλύτης, το ψηλό τριάρι (και όχι μόνο, αφού έπαιζε σε όλες σχεδόν τις θέσεις) που έλειπε από την Εθνική. Το 1986 η Ελλάδα κάνει το μπουμ και τερματίζει 10η στην παρθενική της συμμετοχή σε ένα Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.

Έμενε η επιστροφή του Παναγιώτη Φασούλα από τις ΗΠΑ και μετά από την κολεγιακή θητεία του στο Νορθ Καρολάινα Στέιτ του Τζιμ Βαλβάνο, τη σεζόν 1985-86.

Η Εθνική δεν το ήξερε, αλλά ήταν έτοιμη για την πραγματοποίηση των πιο τρελών ονείρων της, στο Ευρωμπάσκετ 87. Φιλίππου (τραυματίστηκε νωρίς), Καμπούρης (η αποκάλυψη του τουρνουά), Ανδρίτσος (ο πολύτιμος), Ιωάννου, Σταυρόπουλος, Ρωμανίδης, Λινάρδος και Καρατζάς πλαισίωναν τους τέσσερις πυλώνες μιας ομάδας που θα τρέλαινε όλη την Ελλάδα, μέσα σε 12 μέρες.

Η Εθνική ολοκλήρωνε το τουρνουά κατακτώντας το χρυσό, ενώ πριν από το τζάμπολ θα ήταν απόλυτα ικανοποιημένη αν έμπαινε στους οκτώ. Το ΣΕΦ έγινε ο ναός του ελληνικού μπάσκετ, ο Νίκος Γκάλης ήταν ασυναγώνιστος (μ.ο 37π ανά αγώνα), η Ελλάδα κέρδισε για πρώτη φορά στην ιστορία της την Ιταλία, δυο φορές τη Γιουγκοσλαβία και μία τη Σοβιετική Ένωση, πράγματα αδιανόητα που δεν μπορεί να καταλάβουμε με τα τωρινά δεδομένα.

Είναι το τέλος, η ελληνική ομάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης” φώναζε σχεδόν τρέμοντας ο φλογισμένος από τον θρίαμβο Φίλιππος Συρίγος κι ενώ ο Αργύρης Καμπούρης είχε ευστοχήσει στις δυο ελεύθερες βολές για το 103-101 στην παράταση και ο Σεργκέι Γιοβάισα αστοχούσε στο τρίποντο που πρόλαβαν να εκτελέσουν οι Σοβιετικοί…

Η νίκη αποτέλεσε ορόσημο για ολόκληρο τον ελληνικό αθλητισμό και βέβαια το εφαλτήριο του ελληνικού μπάσκετ για ό,τι επακολούθησε. Η Εθνική Ομάδα απέδειξε ότι δεν ήταν ένας κομήτης, δυο χρόνια αργότερα, στο Ζάγκρεμπ όταν ενισχυμένη με τον Ντέιβιντ Στεργάκο και τον Κώστα Παταβούκα νίκησε ξανά την Σοβιετική Ένωση (με την οποία αγωνιζόταν και ο Άρβιντας Σαμπόνις, απών το 1987 στην Αθήνα) με το αξέχαστο τρίποντο του Φάνη και πήρε το αργυρό μετάλλιο.

Η γενιά του ’87, με τις προσθήκες που ακολούθησαν, κράτησε αναμμένη τη φλόγα ως το 1998 έστω κι αν δεν ανέβηκε ξανά στο βάθρο, βγαίνοντας 4η σε τρεις διοργανώσεις (1993, 1995, 1997). Πέντε μαζί με τους χαμένους μικρούς τελικούς στα Μουντομπάσκετ 94 και 98.

Νο1 : Η Γιουγκοσλαβία που δεν πρόλαβε

Το 1989 η Γιουγκοσλαβία ήταν ακόμη ενωμένη και στο Ζάγκρεμπ φιλοξενούσε το Ευρωμπάσκετ των οκτώ ομάδων. Ο Ντούσαν Ίβκοβις, που είχε πάρει τη θέση του Κρέζιμιρ Τσόσιτς, μπορεί στους Ολυμπιακούς της Σεούλ να μην τα κατάφερε κόντρα στην κορυφαία σοβιετική ομάδα, ήξερε ότι είχε στα χέρια του μια ομάδα όνειρο.

Με μαέστρο τον απαράμιλλο Ντράζεν Πέτροβιτς, η ορχήστρα των πλάβι έπαιζε… συμφωνικό μπάσκετ. Οι πρωταθλητές Ευρώπης με την Γιουγκοπλάστικα, Τόνι Κούκοτς και Ντίνο Ράτζα, η φρουρά της Παρτίζαν με Βλάντε Ντίβατς, Ζάρκο Πάσπαλι και το νεαρό Ντανίλοβιτς, ο Δαλματός γίγαντας Στόικο Βράνκοβιτς, ο Ζόραν Τσούτουρα, που θα μπορούσε κάλλιστα να παίζει καπνίζοντας (αρειμάνιος καπνιστής, αργότερα όταν ακολούθησε καριέρα δημοσιογράφου, μας έκανε παρέα στα διαλείμματα για τσιγάρο, μετά το κόψαμε αμφότεροι), το ξανθό σκυλί Γιούρε Ζντοβτς συγκροτούσαν μια απίθανη ομάδα (τη συμπλήρωναν, τρόπος του λέγειν, Ραντούλοβιτς, Ράντοβιτς και Πρίμορατς).

Οι “πλάβι” είχαν περάσει μια παρατεταμένη περίοδο κρίσης. Το 1983 και το 1985 ήταν 7οι, το ’87 τρίτοι αλλά το χάλκινο μετάλλιο δεν χρύσωνε το χάπι, κυρίως για τις δυο ήττες από την Ελλάδα. Ο Ίβκοβιτς όμως ήξερε ότι το ταλέντο περίσσευε και κάποια στιγμή το ηφαίστειο θα ξεσπούσε.

Η Γιουγκοσλαβία έβγαζε την ωραιότερη φουρνιά μπασκετμπολιστών στην οποία, ας πούμε, δεν χωρούσε ο Σάσα Τζόρτζεβιτς (λένε ότι είχε θέσει βέτο ο Ντράζεν, με τον οποίο ο Σάλε είχε τσακωθεί στα ντέρμπι Παρτιζάν – Τσιμπόνα) και δεν είχε αντίπαλο.

Το απέδειξε το ’89 με την επιστροφή της στο θρόνο της πρωταθλήτριας Ευρώπης μετά από 12 χρόνια. Επιβεβαίωσε την κλάση της στο Μουντομπάσκετ του ’90 και σύμφωνα με τον αείμνηστο Ντούντα θα κυριαρχούσε για μια δεκαετία, αν τα πράγματα έμεναν ως είχαν.

Παραμονές της έναρξης του Ευρωμπάσκετ της Ρώμης, το 1991, η Σλοβενία αποφάσιζε να κυρήξει την ανεξαρτησία της. Ο Γιούρ Ζντοβτς έπαιρνε το μήνυμα από τη Λιουμπλιάνα ότι η νέα κυβέρνηση της νεοσύστατης πατρίδας του δεν επιθυμούσε να παίξει με την Γιουγκοσλαβία. Ο Ίβκοβιτς συζήτησε μαζί του και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Η κορυφαία ομάδα που δεν ολοκλήρωσε το έργο της. Η Γιουγκοσλαβία του 1989 πανηγυρίζει το χρυσό στο Ζάγρεμπ. Σέρβοι, Σλοβένοι, Κροάτες στα καλύτερά τους, με οδηγό τον μαέστρο Ντούσαν Ίβκοβιτς
Η κορυφαία ομάδα που δεν ολοκλήρωσε το έργο της. Η Γιουγκοσλαβία του 1989 πανηγυρίζει το χρυσό στο Ζάγρεμπ. Σέρβοι, Σλοβένοι, Κροάτες στα καλύτερά τους, με οδηγό τον μαέστρο Ντούσαν Ίβκοβιτς ACTION IMAGES

Χωρίς τον επαγγελματία στο ΝΒΑ Ντράζεν, οι Γιούγκοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα να σαρώσουν ξανά το Ευρωμπάσκετ. Ο Τζόρτζεβιτς είχε ενσωματωθεί στην ομάδα, μαζί με τον τρομερό σκόρερ (και νυν κόουτς) Βέλιμιρ Περάσοβιτς, τον δυναμικό Ζόραν Σάβιτς, τον αρτίστα Άριαν Κόμαζετς και τον Ζόραν Σρεντένοβιτς που χάσαμε ξαφνικά τον περασμένο Μάιο.

Η σχολή έβγαζε αβέρτα ιδανικούς αποφοίτους, η Γιουγκοπλάστικα κατακτούσε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά την Ευρωλίγκα, όμως τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο. Κροάτες και Βόσνιοι, εν μέσω σφοδρού πολέμου με τους Σέρβους, αποσχίστηκαν από την χώρα που οραματίστηκε ο στρατάρχης Τίτο και η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών έμεινε στη μέση.

Δεν ξέρουμε τι θα έκανε, ο Ίβκοβιτς πίστευε πως θα δυσκόλευε ακόμη και την αυθεντική Dream Team των ΗΠΑ στη Βαρκελώνη. Μπορεί, αλλά δυστυχώς δεν προλάβαμε να τη δούμε. Και να τη χαρούμε.


btm